- ενδημικότητα
- [-ης (-ητος)] η свойство эндемии, эндемическое свойство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδημικότητα — η η ιδιότητα τού ενδημικού … Dictionary of Greek
ενδημικότητα — η το να είναι κάτι ενδημικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)